συμβιβάζει

συμβιβάζει
συμβιβάζω
bring together
pres ind mp 2nd sg
συμβιβάζω
bring together
pres ind act 3rd sg
συμβιβάζω
bring together
pres ind mp 2nd sg
συμβιβάζω
bring together
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεφυροποιός — ο (AM γεφυροποιός) τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών νεοελλ. όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις …   Dictionary of Greek

  • Μπράιαντ, Γουίλιαμ Κόλεν — (William Caulen Bryant, Κάμινγκτον, Μασαχουσέτη 1794 – Νέα Υόρκη 1878). Αμερικανός ποιητής και δημοσιογράφος. Για μεγάλο μέρος της ζωής του κατόρθωνε να συμβιβάζει μια εντατική δημοσιογραφική δραστηριότητα με τη σταθερή και σοβαρή ενασχόληση του… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Χέρμπαρτ, Γιόχαν Φρίντριχ — (Herbart, Όλντενμπουργκ, Κάτω Σαξονία 1776 – Γκέτινγκεν 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Μαθητής στην Ιένα του Φίχτε και του Σίλερ, το 1802 άρχισε τη σταδιοδρομία του ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Γκέτινγκεν, όπου έμεινε έως τον θάνατό του. Η… …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοποιός — ο που επαναφέρει την ειρήνη, που συμβιβάζει διαφορές, ο ειρηνευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβιβαστής — ο αυτός που συμβιβάζει: Έπαιζε το ρόλο του συμβιβαστή σ αυτήν την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”