γεφυροποιός — ο (AM γεφυροποιός) τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών νεοελλ. όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις … Dictionary of Greek
Μπράιαντ, Γουίλιαμ Κόλεν — (William Caulen Bryant, Κάμινγκτον, Μασαχουσέτη 1794 – Νέα Υόρκη 1878). Αμερικανός ποιητής και δημοσιογράφος. Για μεγάλο μέρος της ζωής του κατόρθωνε να συμβιβάζει μια εντατική δημοσιογραφική δραστηριότητα με τη σταθερή και σοβαρή ενασχόληση του… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Χέρμπαρτ, Γιόχαν Φρίντριχ — (Herbart, Όλντενμπουργκ, Κάτω Σαξονία 1776 – Γκέτινγκεν 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Μαθητής στην Ιένα του Φίχτε και του Σίλερ, το 1802 άρχισε τη σταδιοδρομία του ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Γκέτινγκεν, όπου έμεινε έως τον θάνατό του. Η… … Dictionary of Greek
ειρηνοποιός — ο που επαναφέρει την ειρήνη, που συμβιβάζει διαφορές, ο ειρηνευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβιβαστής — ο αυτός που συμβιβάζει: Έπαιζε το ρόλο του συμβιβαστή σ αυτήν την υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)